ταράξιππος

ταράξιππος
ταράξιππος
troubling
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ταράξιππος — troubling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξιππος — Μυθολογικό δαιμόνιο της Ολυμπίας, που όπως πιστευόταν κατοικούσε σε χωμάτινο βωμό προς την έξοδο του ιπποδρόμου. Για να τον εξευμενίσουν οι ηνίοχοι του προσέφεραν θυσίες. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο Τ. ήταν το πνεύμα του Ωλένιου ή του Δαμέωνα, που… …   Dictionary of Greek

  • ταράξιππον — ταράξιππος troubling masc/fem acc sg ταράξιππος troubling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТАРАКСИПП —    • Ταράξιππος,          собственно пугающий лошадей. Так назывался круглый алтарь в ристалище олимпийском, стоявший в том месте, где лошади особенно пугались. В лице Т., пугавшего лошадей, олицетворяли дух Миртилла, Эномая, Алкафоя, Оления и др …   Реальный словарь классических древностей

  • Ταραξίπποιο — Ταράξιππος troubling masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραξίπποιο — ταράξιππος troubling masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταραξίππου — Ταράξιππος troubling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραξίππου — ταράξιππος troubling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταραξίππῳ — Ταράξιππος troubling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραξίππῳ — ταράξιππος troubling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”